- χειμόσπορος
- χειμό-σπορος, ον,A sown in winter, ib.4.11.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειμόσπορος — ον, Α (για καρπό) αυτός που τόν σπέρνουν τον χειμώνα («χειμόσποροι πυροί», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό σπορος, πρωΐ σπορος] … Dictionary of Greek
χειμοσπόρους — χειμόσπορος sown in winter masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμοσπορούμαι — έομαι, Α [χειμόσπορος] (για καρπό) σπέρνομαι κατά τον χειμώνα … Dictionary of Greek